- σκοπιαί
- σκοπιάlookout-placefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυλώ — ἐπαυλῶ, έω (Α) 1. παίζω αυλό σύμφωνα με μια μελωδία, συνοδεύω κάτι με αυλό («ἡμίφωνον ἤδη τῇ θυσίᾳ ἐπαυλοῡν», Λουκιαν.) 2. αντηχώ, αντιλαλώ («πρὸς τὰ αὐλήματα τῶν ποιμένων αἱ σκοπιαὶ ἐπαυλοῡσαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλώ (< αυλός)… … Dictionary of Greek